- σθεναρότητα
- [-ης (-ητος)] η1) сала, мощь; 2) смелость, отвага, храбрость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σθεναρότητα — η ψυχική δύναμη, θάρρος: Αντιστάθηκε με σθεναρότητα σ όλες τις πιέσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σθεναρότητα — η, Ν η ιδιότητα τού σθεναρού, το σθένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σθεναρός. Η λ., στον λόγιο τ. σθεναρότης, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ευτονία — η (ΑΜ εὐτονία) [εύτονος] σφρίγος, ζωηρότητα, δυναμικότητα, ισχύς, ρώμη νεοελλ. ιατρ. η υγιής και άρτια κατάσταση τών μυών τού σώματος, η σωματική ευεξία μσν. η διάθεση για εργασία και δράση αρχ. 1. (ως ειδικός όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο… … Dictionary of Greek
εύτονος — η, ο (ΑΜ εύτονος) 1. καλά τεντωμένος, νευρώδης, ζωηρός, εύρωστος, ακμαίος 2. (για το ανθρώπινο σώμα και τα μέλη του) ισχυρός, υγιής, αρτιμελής 3. (για πράξεις και ενέργειες) αυτός που γίνεται με ζήλο, με δραστηριότητα, ο έντονος αρχ. 1. (ως… … Dictionary of Greek
κραταιότητα — η (AM κραταιότης, ητος) [κραταιός] 1. ύπαρξη μεγάλης δύναμης κάθε είδους, ισχύς, σθεναρότητα, επιβλητικότητα, παντοδυναμία («ἐταράχθησαν τὰ ὄρη ἐν τῆ κραταιότητι αὐτοῡ», ΠΔ) 2. η κατίσχυση … Dictionary of Greek
μεγαλοκήρυξ — μεγαλοκήρυξ, υκος, ὁ (Μ) αυτός που κηρύσσει κάτι με σθεναρότητα … Dictionary of Greek